- Μίλτω
- Μίλταςmasc gen sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιλτώ — μιλτῶ, όω (Α) [μίλτος] 1. αλείφω με μίλτο 2. φρ. «μεμιλτωμένον σχοινίον» σχοινί βαμμένο με μίλτο με το οποίο σύρονταν βίαια προς την Πνύκα οι πολίτες που περιφέρονταν στην Αγορά … Dictionary of Greek
μιλτῶ — μιλτόω cover with ruddle pres subj act 1st sg μιλτόω cover with ruddle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτω — μίλτος red earth fem nom/voc/acc dual μίλτος red earth fem gen sg (doric aeolic) μιλτόω cover with ruddle pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μιλτόω cover with ruddle imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτῳ — μίλτος red earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτος — η (ΑΜ μίλτος) παραλλαγή τού ορυκτού αιματίτη και το παραγόμενο από αυτή κόκκινο χρώμα («τὸ δὲ σῶμα χρίονται μίλτῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. σχοινί βαμμένο με μίλτο 2. η ερυσίβη 3. μαγική ονομασία τού αίματος 4. ερυθρός μόλυβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίλτος έχει… … Dictionary of Greek
αμίλτωτος — η, ο [μιλτώ] αστός που δεν επιχρίστηκε με μίλτο* … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
μίλτωση — η [μιλτώ] η επίχριση με μίλτο … Dictionary of Greek
μιλτωτός — ή, ό (Μ μιλτωτός, ή, όν) αλειμμένος με μίλτο («μιλτωτοῑς προσωπείοις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μιλτῶ + επίθημα τος] … Dictionary of Greek
υπομιλτώ — έω, Α παθ. ὑπομιλτοῡμαι, έομαι βάφομαι ελαφρώς με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μιλτῶ «αλείφω με μίλτο»] … Dictionary of Greek